καψάριος

καψάριος
καψάριος, ὁ (Α)
1. αυτός που κρατά τον θύλακο*, ο θυλακοφόρος
2. ο δούλος που κρατούσε τη θήκη τών βιβλίων τών παιδιών όταν πήγαιναν στον δάσκαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (I) + επίθ. -άριος (πρβλ. σπαθ-άριος, ταβουλ-άριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”